Έρευνα για την Κρίση στη Βιομηχανία ΄Β εξαμήνου 2009

Βασικά συμπεράσματα Έρευνας Στο πρώτο τρίμηνο του 2009 ο Σύνδεσμος Βιομηχανιών Θεσσαλίας & Κεντρικής Ελλάδος πραγματοποίησε Έρευνα, μεταξύ των βιομηχανιών - μελών  του, για να καταγράψει τις προβλέψεις τους σχετικά με τις επιπτώσεις που θα έχει η οικονομική κρίση στην λειτουργία τους, κατά το πρώτο εξάμηνο του τρέχοντος έτους. Τα αποτελέσματα εκείνης της Έρευνας ήταν εξαιρετικά αποθαρρυντικά για την εγχώρια  επαρχιακή βιομηχανία. Την περίοδο Σεπτεμβρίου - Οκτωβρίου του 2009, ο Σύνδεσμος επανέλαβε την ίδια έρευνα σε ένα δείγμα 161 μεταποιητικών επιχειρήσεων, που είναι εγκατεστημένες στην ευρεία γεωγραφική περιοχή ευθύνης του, με σκοπό αφενός να  διαπιστώσει το κατά πόσο οι αρχικές εκτιμήσεις ήταν απλώς επηρεασμένες από το κλίμα απαισιοδοξίας της περιόδου του πρώτου τριμήνου, γι΄ αυτό και τα αποτελέσματα έδειξαν εκτεταμένη απαισιοδοξία, και αφετέρου να αποτυπώσει τις πραγματικές επιδόσεις των επιχειρήσεων κατά το πρώτο εξάμηνο του 2009. Η έρευνα πραγματοποιήθηκε με ερωτηματολόγιο πολλαπλών ερωτήσεων, και τα βασικά της συμπεράσματα είναι τα εξής:
  1. Σε ποσοστό από  50% έως και 70% των επιχειρήσεων όλων των κλάδων, δηλώνουν ότι τα αποτελέσματα του πρώτου εξαμήνου του 2009 ήταν χειρότερα από τις αρχικές τους προβλέψεις, στοιχείο που αναδεικνύει σοβαρή επιδείνωση του επιχειρηματικού έργου.
  2. Η μείωση της ζήτησης στο εσωτερικό αποτελεί το μείζον πρόβλημα των μονάδων του δείγματος, η οποία επίσης διαμορφώθηκε σε υψηλότερα επίπεδα από την αρχική πρόβλεψη. Σημειώνεται ότι στην ομάδα του κλάδου των κεφαλαιουχικών αγαθών η μείωση έφτασε το 96%.
  3. Η έκρηξη του όγκου των ακάλυπτων επιταγών διαμορφώνει ένα εξαιρετικά αρνητικό κλίμα στις συναλλαγές, που καταργεί σε μεγάλο βαθμό τον άρρητο αλλά πολύ σοβαρό κανόνα της πίστης.
  4. Η καταγεγραμμένη πιστωτική ασφυξία και η αύξηση του κόστους του χρήματος αποτυπώνεται και στα αποτελέσματα του πρώτου εξαμήνου των επιχειρήσεων του δείγματος.
  5. Μόνον ένα μικρό ποσοστό των επιχειρήσεων δεν δήλωσε μείωση της παραγωγής και των πωλήσεων. Από τις υπόλοιπες όμως επιχειρήσεις το 40% περίπου δηλώνει μείωση της τάξης του 10%-30%, ενώ περίπου μία στις πέντε έως και 40%.
  6. Παρά το γεγονός ότι οι επιχειρήσεις βιώνουν έντονα την οικονομική κρίση, εν τούτοις ένα 50% περίπου δεν έχει προβεί σε καμία αλλαγή των εργασιακών του σχέσεων. Από τις υπόλοιπες οι περισσότερες έχουν προχωρήσει σε ήπιες προσαρμογές, και κυρίως σε κείνες που επιβάλλονται άμεσα από την εξαιρετικά περιορισμένη ζήτηση. Ειδικότερα, ο μεγάλος όγκος των μονάδων του δείγματος έχει προβεί σε κατάργηση των υπερωριών, σε εφαρμογή του μέτρου των αναγκαστικών αδειών και της μείωσης ημερών εργασίας και αμοιβών, ενώ κατά βάση μόνον στα κεφαλαιουχικά αγαθά, όπου η ανελαστικότητα της λειτουργίας είναι δεδομένη, εμφανίζονται απολύσεις.
  7. Το κλίμα που κυριαρχεί στις επιχειρήσεις είναι αυτό της έντονης απαισιοδοξίας και αυτό προκύπτει από τις εκτιμήσεις τους για το δεύτερο εξάμηνο του τρέχοντος έτους. Επτά στις δέκα μονάδες προβλέπουν ότι τα αποτελέσματα της επόμενης περιόδου πρόκειται να είναι από όμοια με αυτά του α΄  εξαμήνου – στην καλύτερη περίπτωση – έως και χειρότερα. Για δε την ελληνική οικονομία, οι μονάδες του δείγματος δεν πιστεύουν ότι θα αρχίσει να ανακάμπτει το 2010, εκτίμηση που αντιστρέφεται για την διεθνή οικονομία.
Είναι προφανές, ότι κατά το πρώτο εξάμηνο του 2009 οι επιχειρήσεις βιώνουν τον εφιάλτη της πιστωτικής ασφυξίας και της οικονομικής και παραγωγικής περιθωριοποίησης. Το πιστωτικό σύστημα, παρά την γενναία κρατική ενίσχυση για την απόκτηση ρευστότητας και την στήριξη της επιχειρηματικότητας και της αγοράς φαίνεται ότι έχει αποκλείσει τις χρηματοδοτήσεις από έναν μεγάλο αριθμό επιχειρήσεων. Γι΄ αυτό και το επιτακτικά  ζητούμενο από τις επιχειρήσεις είναι η με κάθε δυνατό τρόπο απόκτηση ρευστότητας, τόσο για τις ίδιες όσο και για τις αγορές, γενικά. Οι προτάσεις, τις οποίες προκρίνουν, κατατείνουν όλες στο να εξασφαλίσουν πόρους για την εύρυθμη λειτουργία τους, μεσοπρόθεσμα, έστω και αν αντιλαμβάνονται απόλυτα, ότι από αυτές είτε ορισμένες είναι δύσκολο να εφαρμοστούν στην επιθυμητή έκταση, είτε είναι και ανέφικτες υπό τις τραγικές συνθήκες των δημοσιονομικών της χώρας. Πρώτη πρόταση, είναι η απόκτηση άμεσης ρευστότητας με την παροχή εγγύησης εκ μέρους του ελληνικού Δημοσίου. Η πρόταση αυτή προέρχεται και από τις επιχειρήσεις Νομών, όπως αυτοί των Τρικάλων και της Καρδίτσας οι οποίες αν και έχουν υπαχθεί σε σχετική ρύθμιση του Υπουργείου Οικονομικών και έχουν ήδη την εγγύηση του ελληνικού Δημοσίου, καμία Τράπεζα δεν έχει αποδεχθεί αυτήν την ρύθμιση, με αποτέλεσμα οι επιχειρήσεις να αδυνατούν να αξιοποιήσουν το περιεχόμενο της ρύθμισης. Δεύτερη πρόταση, είναι η εξόφληση των χρεών του κράτους (επιστροφή ΦΠΑ, επιχορηγήσεις, κρατικές προμήθειες κλπ)  προς τις επιχειρήσεις, ώστε να αποκτήσει ρευστότητα η αγορά. Όπως είναι γνωστό, το ύψος αυτών των χρεών ξεπερνάει τα 10 δις €, ποσό το οποίο θεωρείται εξαιρετικά μεγάλο και κρίσιμο για την αγορά και την ανάπτυξη. Αν υπολογιστεί ότι το ποσόν αυτό είναι περίπου το μισό των πόρων του ΕΣΠΑ, στο οποίο στηρίζεται η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας, γίνεται αντιληπτό το έλλειμμα ανάπτυξης και ρευστότητας, που εισπράττουν σήμερα οι επιχειρήσεις, λόγω της αναξιοπιστίας του κράτους. Τρίτη πρόταση είναι η εφαρμογή ενός ειδικού προγράμματος ανάλογου με αυτό του ΤΕΜΠΜΕ, αποκλειστικά όμως, προορισμένο για τις μεταποιητικές επιχειρήσεις. Οι όροι εφαρμογής του ΤΕΜΠΜΕ υπήρξαν τόσο ευρείς ώστε οι μεταποιητικές επιχειρήσεις ενισχύθηκαν σε πολύ μικρό βαθμό, έναντι άλλων δραστηριοτήτων, που απλώς και μόνον προσέφεραν το στοιχεία της απόλυτης φερεγγυότητας – όχι της παραγωγικής εμπλοκής. Τέταρτη πρόταση είναι η αξιοποίηση των πόρων του ΛΑΕΚ, την περίοδο αυτή που δοκιμάζονται επιχειρήσεις και εργαζόμενοι, είτε με την αύξηση της συμμετοχής του ΟΑΕΔ στο επίδομα της διαθεσιμότητας, είτε με την αύξηση του χρονικού  διαστήματος, πάνω στο οποίο υπολογίζεται το ποσόν που διατίθεται για κατάρτιση των εργαζομένων. Τέλος, ένα πολύ μικρό ποσοστό των επιχειρήσεων πιστεύει ότι αποτελεί λύση στα προβλήματά του η εφαρμογή εβδομάδας των τεσσάρων (4) ημερών, παρά το γεγονός ότι η πίεση στην ζήτηση μοιάζει πλέον να είναι εξαντλητική.  

Κατεβάστε ολόκληρη την έρευνα. (pdf)

A-
A
A+
Accessibility in the sense considered here refers to the design of products, devices, services, or environments so as to be usable by people with disabilities. The concept of accessible design and practice of accessible development ensures both "direct access" (i.e. unassisted) and "indirect access" meaning compatibility with a person's assistive technology (for example, computer screen readers).